- ρωπογράφος
- (I)ο / ῥωπογράφος, ΝΑζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + -γράφος*].————————(II)ο / ῥωπογράφος, ΝΑζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά. αντικείμενα τής αγροτικής ζωής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥωπ- τού ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο» + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.